τυρώ
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
-όω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυοῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυοῦμαι, -όομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.