καταμαρτυρώ

From LSJ
Revision as of 18:27, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυροῦμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.