εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
(AM ἀνδροῦμαι, -όομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)(για νέο) ενηλικιώνομαινεοελλ.γίνομαι ανδρείοςμσν.-αρχ.παντρεύομαιαρχ.1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιονβ) προσδίδω ανδρεία2. μέσ. έχω γενναία όψη.