κεδρίνεος
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, poet. for κέδρινος, of cedar, made from cedar Nic.Al.488.
German (Pape)
[Seite 1411] = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρίνεος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.
Greek Monolingual
κεδρίνεος, -έα, -ον
(Α)
ποιητ. τ. του κέδρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή της κατάλ. -ινος), πρβλ. ελεφαντ-ίνεος, ερ-ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί του κέδρινος για μετρικούς λόγους].