ἀπαραφυλάκτως
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans précaution.
Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.