γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
P. and V. κλίνη, ἡ, στρωμνή, ἡ, Ar. and V. λέχος, τό (or pl.), εὐνή, ἡ, V. λέκτρον, τό (or pl.); see bed.