detestable
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
loathsome: P. and V. μιαρός, κατάπτυστος, V. μισητός, στυγητός, στυγνός, παντομισής, Ar. and V. ἀπόπτυστος; see hateful.