loathsome
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. μιαρός, κατάπτυστος, V. μισητός, στυγητός, στυγνός, παντομισής, ἄπευκτος, δυσφιλής, ἀπεχθής, βδελύκτροπος, Ar. and P. βδελυρός, Ar. and V. ἀπόπτυστος.