progeny
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
child: P. and V. παῖς, ὁ or ἡ, Ar. and V. τέκνον, τὸ (rare P.), γόνος, ὁ, V. τόκος, ὁ, γονή, ἡ, γέννημα, τό, γένεθλον, τό, σπέρμα, τό (rare P.), σπορά, ἡ.
scion: Ar. and V. ἔρνος, τό, V. θάλος, τό, βλάστημα, τό, φυτόν, τό; see scion.
young (of animals): see young.