Μεγαρόθεν
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
Adv. A from Megara, Sus.1, Ar.V.57.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαρόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ Μεγάρων, Σουσαρίων 1, Ἀριστοφ. Σφ. 57.
French (Bailly abrégé)
adv.
de Mégare.
Étymologie: Μέγαρα, -θεν.
Greek Monotonic
Μεγαρόθεν: επίρρ., από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρόθεν: adv. из Мегар Plat., Arph. etc.
Middle Liddell
from Megara, Ar.