βαρβαροστομία
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ἡ, (στόμα) A barbarous way of speaking, Str.14.2.28.
German (Pape)
[Seite 432] ἡ, ausländische Art zu reden, barbarische Aussprache, Strab. XIV, 662.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰροστομία: ἡ, (στόμα) βάρβαρος τρόπος τοῦ ὁμιλεῖν καὶ προφέρειν, Στράβ. 662.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ pronunciación bárbara o extranjera Str.14.2.28.
Greek Monolingual
βαρβαροστομία, η (Α)
βαρβαρικός τρόπος ομιλίας.