βοτανολόγος
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
ὁ, A gatherer of herbs, Zonar.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ herbolario Zonar.s.u. πιμεντάριος.
Greek Monolingual
ο
ο επιστήμονας ή ερασιτέχνης συλλέκτης βοτάνων.