βελονοειδής

From LSJ
Revision as of 15:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελονοειδής Medium diacritics: βελονοειδής Low diacritics: βελονοειδής Capitals: ΒΕΛΟΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: belonoeidḗs Transliteration B: belonoeidēs Transliteration C: velonoeidis Beta Code: belonoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A needle-shaped, σχήματα Thphr.Sens.77; β. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, al.

German (Pape)

[Seite 441] ές, nadelförmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

βελονοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς βελόνης, αἰχμηρός, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ές
1 de forma de aguja σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.Sens.77 (= Democr.A 135).
2 anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959
como subst. αἱ βελονοειδῆς los músculos estiloides Gal.18(2).958.

Greek Monolingual

-ές
όρος που αναφέρεται στα στενά και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με βελόνα όπως είναι π.χ. τα φύλλα του πεύκου.