βραχυτελής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A ending shortly, brief, LXX Wi.15.9.
German (Pape)
[Seite 463] ές, kurz endigend, kurz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βραχυτελής: -ές, ὁ βραχέως, συντόμως τελευτῶν, σύντομος, Ἑβδ. (Σοφ. 15. 9).
Spanish (DGE)
-ές
de rápido fin, breve, βίος LXX Sap.15.9, cf. Hsch., Sud.
Greek Monolingual
βραχυτελής, -ές (AM)
αυτός που τελειώνει σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -τελής < τέλος.