γαιώδης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A f.l. for γεώδης in Plb.2.15.8.
German (Pape)
[Seite 470] Pol. 2, 15, 8, f. l., Bekker hat γεώδης.
Greek (Liddell-Scott)
γαιώδης: ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ γεώδης παρὰ Πολυβ. 2. 15, 8, Ἡσύχ. ἐν λ. Σκυρία.
Spanish (DGE)
-ες
terroso τὰ γαιώδη las partes de tierra de los cometas, Arr.Phys.6
•λίθος γ. piedra de virtudes médicas contra irritaciones, quizá piedra pómez Ps.Dsc.Lap.7.1; cf. γεώδης.