δίθηκτος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, A two-edged, ξίφος A.Pr.863.
Greek (Liddell-Scott)
δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.
Greek Monolingual
δίθηκτος, -ον (Α)
(για ξίφος) δίκοπος, δίστομος.
Greek Monotonic
δίθηκτος: -ον, αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος, δίστομος, ξίφος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίθηκτος: обоюдоострый (ξίφος Aesch.).