δεξιόγυιος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, (δεξιός IV) A ready of limb, Pi.O.9.111.
German (Pape)
[Seite 546] ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιόγυιος: -ον, (δεξιός ΙΙΙ) ἕτοιμα καὶ πρόθυμα μέλη ἔχων Πίνδ. Ο. 9. 164.
English (Slater)
δεξιόγυιος
1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. (O. 9.111)
Spanish (DGE)
-ον
de miembros diestros, dispuestos o ágiles Pi.O.9.111.
Greek Monolingual
δεξιόγυιος, -ον (Α)
όποιος έχει επιδέξια μέλη του σώματος, ο ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος του σώματος»].
Russian (Dvoretsky)
δεξιόγυιος: ловкий, проворный (ἀνήρ Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεξιόγυιος -ον [δεξιός, γυῖον] met behendige ledematen.