διαπόρευσις
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
εως, ἡ, A gloss on διαπορεία, Suid.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, das Durchreisen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. διαπορεία.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
travesíaglos. a διαπορεία Sud., Anecd.Ludw.207.5.