διασκεπτικός

From LSJ
Revision as of 18:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεπτικός Medium diacritics: διασκεπτικός Low diacritics: διασκεπτικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskeptikós Transliteration B: diaskeptikos Transliteration C: diaskeptikos Beta Code: diaskeptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A cautious, considerate, Poll.1.178.

German (Pape)

[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.

Spanish (DGE)

-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.