διείρηκα

From LSJ
Revision as of 19:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρηκα Medium diacritics: διείρηκα Low diacritics: διείρηκα Capitals: ΔΙΕΙΡΗΚΑ
Transliteration A: dieírēka Transliteration B: dieirēka Transliteration C: dieirika Beta Code: diei/rhka

English (LSJ)

   A v. διερῶ.

German (Pape)

[Seite 618] s. διερῶ.

Greek (Liddell-Scott)

διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ· - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de *διέρω.

Greek Monotonic

διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.

Russian (Dvoretsky)

διείρηκα: pf. к διαγορεύω или к διεῖπον.