διείρηκα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Full diacritics: διείρηκα | Medium diacritics: διείρηκα | Low diacritics: διείρηκα | Capitals: ΔΙΕΙΡΗΚΑ |
Transliteration A: dieírēka | Transliteration B: dieirēka | Transliteration C: dieirika | Beta Code: diei/rhka |
A v. διερῶ.
διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ· - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.
pf. Act. de *διέρω.
διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.