δοχεύς
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
έως, ὁ, A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
•receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).
Greek Monolingual
δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).