δισσάρχης

From LSJ
Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσάρχης Medium diacritics: δισσάρχης Low diacritics: δισσάρχης Capitals: ΔΙΣΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dissárchēs Transliteration B: dissarchēs Transliteration C: dissarchis Beta Code: dissa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.

Spanish (DGE)

-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.

Greek Monolingual

δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].

Greek Monotonic

δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.

Middle Liddell

δισσ-άρχης, ου, n ἄρχω
joint-ruling, Soph.