εἰσκύκλημα
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ατος, τό, A the mechanism on which the ἐκκύκλημα turns, Poll.4.128.
German (Pape)
[Seite 744] τό, Poll. 4, 128, worauf das Ekkyklema hineingedreht wird.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκύκλημα: τό, τὸ μηχάνημα ἐφ’ οὗ εἰσάγεται τὸ ἐκκύκλημα Πολυδ. Δ΄, 128.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
en el teatro armazón del escenario giratorio o ἐκκύκλημα Poll.4.128.
Greek Monolingual
εἰσκύκλημα, το (Α)
μηχάνημα επάνω στο οποίο στρέφεται το εκκύκλημα.