εὐήνυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ἀνύω) A easy to achieve, Hsch.: εὐήνυστος, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1067] wohl zu vollenden, Hesych., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήνῠτος: -ον, (ἀνύω) εὐκατόρθωτος, Ἡσύχ.· εὐήνυστος Ζωναρ.
Greek Monolingual
εὐήνυτος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνυτος < ανύτω].