Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Full diacritics: εὐοδμία | Medium diacritics: εὐοδμία | Low diacritics: ευοδμία | Capitals: ΕΥΟΔΜΙΑ |
Transliteration A: euodmía | Transliteration B: euodmia | Transliteration C: evodmia | Beta Code: eu)odmi/a |
εὔοδμος, A v. εὐοσμία, εὔοσμος.
[Seite 1084] ἡ, Wohlgeruch, Antipho Poll. 2, 75. Vgl. εὐοσμία.
εὐοδμία: εὔοδμος, ἴδε εὐοσμία, εὔοσμος.
εὐοδμία, ἡ (Α) εύοδμος
ευοσμία.
εὐοδμία: ἡ v. l. = εὐοσμία.