θυρσόω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A make into thyrsi, λόγχαι τεθυρσωμέναι D.S.4.4.
German (Pape)
[Seite 1228] zu einem Thyrsus machen, λόγχαις τεθυρσωμέναις D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσόω: (θύρσος) μεταβάλλω εἰς θύρσους, λόγχαι τεθυρσωμέναι Διόδ. 4. 4.
Russian (Dvoretsky)
θυρσόω: делать тирсом, превращать в тирс (λόγχαι τεθυρσωμέναι Diod.).