κάμμορον

From LSJ
Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορον Medium diacritics: κάμμορον Low diacritics: κάμμορον Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΝ
Transliteration A: kámmoron Transliteration B: kammoron Transliteration C: kammoron Beta Code: ka/mmoron

English (LSJ)

τό, variant for    A κάμμαρος 11 (q.v.): expld. as, = κακόμορον, Erot. s.v. καμμάρῳ, cf. Sch.Nic.Al.41; but, = κώνειον, Zeno Herophileus ap.Gal.19.108.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, ein kühlendes Mittel, Hippocr.; = ἀκόνιτον, Nic. Al. 40; Diosc. Vgl. das Folgde u. κάμμαρος.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορον: τό, «ψυκτικὸν φάρμακον», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «κώνειον», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ ἀκόνιτον, Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

κάμμορον, τὸ (Α)
1. ψυκτικό φάρμακο
2. ποικιλία του φυτού κάμαρος
3. κώνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμαρος.