κακοχυμία

From LSJ
Revision as of 22:17, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχῡμία Medium diacritics: κακοχυμία Low diacritics: κακοχυμία Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΙΑ
Transliteration A: kakochymía Transliteration B: kakochymia Transliteration C: kakochymia Beta Code: kakoxumi/a

English (LSJ)

ἡ,    A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.    2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.