καλλίθυτος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ον, A offered auspiciously, αἶγες Epigr.Gr.872 (Patmos).
German (Pape)
[Seite 1309] glücklich geopfert; βωμός, Altar, auf dem schöne Opfer dargebracht werden.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίθῠτος: -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872.
Greek Monolingual
καλλίθυτος, -ον (Α)
αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -θυτος (< θύω), πρβλ. κακό-θυτος, πρωτό-θυτος].