καμψίουρος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
[ῐ], ον, A bending the tail, v. σκίουρος.
German (Pape)
[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.
Greek Monolingual
καμψίουρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που κάμπτει την ουρά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος
ο σκίουρος, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].