καμινευτικός

From LSJ
Revision as of 22:27, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτικός Medium diacritics: καμινευτικός Low diacritics: καμινευτικός Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamineutikós Transliteration B: kamineutikos Transliteration C: kamineftikos Beta Code: kamineutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.