κατάθεσις

From LSJ
Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάθεσις Medium diacritics: κατάθεσις Low diacritics: κατάθεσις Capitals: ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: katáthesis Transliteration B: katathesis Transliteration C: katathesis Beta Code: kata/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A layering of branches for propagation, κ. κλάδων D.S.2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1: generally, planting, Χορτασμάτων PStrassb.10.10(iii A.D.).    2 paying down, payment, Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in CIG2826.17 (Aphrodisias).    3 laying down or affirming, positive statement, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν EM 97.38.    4 laying aside, giving up, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. καταθέσει, κτηματίτην.    5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C.    6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.).    7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κατάθεσις: -εως, ἡ, ὅταν οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα κάτω, διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· καταβολή, χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, αὐτόθι 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - ὡσαύτως, κατάθεσις, ὁμολογία, Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) ἐγκατάλειψις, τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) κατάθεσις σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.

Russian (Dvoretsky)

κατάθεσις: εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).