κατάκισσος

From LSJ
Revision as of 22:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκισσος Medium diacritics: κατάκισσος Low diacritics: κατάκισσος Capitals: ΚΑΤΑΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: katákissos Transliteration B: katakissos Transliteration C: katakissos Beta Code: kata/kissos

English (LSJ)

ον,    A ivy-wreathed, Anacreont.41.5.

German (Pape)

[Seite 1353] ganz dicht mit Epheu umwunden, πλόκαμοι Anacr. 41, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκισσος: -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.

Greek Monolingual

κατάκισσος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κισσος (< κισσός), πρβλ. μαλακό-κισσος, χαμαί-κισσος].

Russian (Dvoretsky)

κατάκισσος: весь обвитый плющом (πλόκαμοι Anacr.).