κατανείφω
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
fut. -νείψω (v. infr.), A snow all over, cover with snow, κατένειψε Χιόνι τὴν Θρᾴκην [ὁ θεός], i.e. snow fell over all Thrace, Ar. Ach.138:—Pass., Plu.Luc.24: metaph., sprinkle as with snow, Luc. VH2.14; κατανείψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας Id.Lex.15. II abs., κατανείφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι even were it to snow thick as meal, Ar.Nu.965.
French (Bailly abrégé)
c. κατανίφω.
Greek Monolingual
κατανείφω και κατανίφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.)
2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.)
3. απρόσ. κατανείφει
χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νείφω «καλύπτω με χιόνι»].
Russian (Dvoretsky)
κατανείφω: Plut. v. l. = κατανίφω.