κοπανιστήριον
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
τό, A vessel for braying, mortar, Id.s.v. ἀλήθινον, Gloss, κόπᾰν-ον, τό, pestle, Eust.1324.32. II = κοπίς, A.Ch.860 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1482] τό, Geräth zum Zerstoßen, Mörser, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνιστήριον: τό, ἀγγεῖον διὰ κοπάνισμα, ὅλμος, Τουρκ. «ντουμπέκι», Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀληθινόν.