καταστοχασμός

Revision as of 08:46, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A conjecture, D.S.1.37.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.

Greek Monolingual

καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).