κεραμοπλάστης
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Full diacritics: κερᾰμοπλάστης | Medium diacritics: κεραμοπλάστης | Low diacritics: κεραμοπλάστης | Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΛΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: keramoplástēs | Transliteration B: keramoplastēs | Transliteration C: keramoplastis | Beta Code: keramopla/sths |
ου, ὁ, A potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.
κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.
κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο-πλάστης, μυθο-πλάστης.