κοσκινόγυρος
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ὁ, A = τηλία, Sch.Ar.Pl.1038.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνόγῡρος: ὁ, = τηλία, δηλ. ἡ περιφέρεια τοῦ κοσκίνου, Γλωσσ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1038.
Greek Monolingual
ο (ΑM κοσκινόγυρος)
η κυκλική ξύλινη πλευρά του κόσκινου
μσν.
ως επίθ. κοσκινόγυρος, -ον
αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου.