κραυγός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A woodpecker, Hsch.:—also κραυγόν (leg. -γών), Id.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγός: -οῦ, ὁ, «δρυοκολάπτου εἶδος» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «κραυγόν· ποιὸς ὄρνις», ἔνθα ἡ ἀλφαβητικὴ τάξις ἀπαιτεῖ κραυγών, όνος, ὁ.
Greek Monolingual
κραυγός, ὁ, και κραυγόν, τὸ (Α) κραυγή
(κατά τον Ησύχ.) δρυοκολάπτης.