κοχλιοειδής

From LSJ
Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιοειδής Medium diacritics: κοχλιοειδής Low diacritics: κοχλιοειδής Capitals: ΚΟΧΛΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochlioeidḗs Transliteration B: kochlioeidēs Transliteration C: kochlioeidis Beta Code: koxlioeidh/s

English (LSJ)

ές,    A spiral, Hsch. s.v. πολύδονος; κ. γραμμή conchoid, Simp.in Ph.60.14, in Cat.192.20. Adv. -δῶς by means of a screw, Ph.Byz.Mir.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιοειδής: -ές, ἑλικοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.

Greek Monolingual

-ές (AM κοχλιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κοχλία, ελικοειδής, σπειροειδής.
επίρρ...
κοχλιοειδώς (AM κοχλιοειδῶς)
σπειροειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κοχλιοειδής: v. l. κοχλιώδης 2 винтообразный, спиральный Plut.