κτενιστής
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.
Greek (Liddell-Scott)
κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.