κυκλοδίωκτος

From LSJ
Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοδίωκτος Medium diacritics: κυκλοδίωκτος Low diacritics: κυκλοδίωκτος Capitals: ΚΥΚΛΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: kyklodíōktos Transliteration B: kyklodiōktos Transliteration C: kyklodioktos Beta Code: *kuklodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A driven round in a circle, AP9.301 (Secund.).

German (Pape)

[Seite 1526] im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοδίωκτος: -ον, διωκόμενος ἐν κύκλῳ, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû circulairement.
Étymologie: κύκλος, διώκω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κυκλοδίωκτος, -ον)
αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο ήλιος κυκλοδίωκτος», Κάλβ.).

Greek Monotonic

κυκλοδίωκτος: -ον (διώκω), αυτός που οδηγείται μέσα σε κύκλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοδίωκτος: гоняемый по кругу (ὄνος Anth.).

Middle Liddell

κυκλο-δίωκτος, ον διώκω
driven in a circle, Anth.