λάκημα

From LSJ
Revision as of 10:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκημα Medium diacritics: λάκημα Low diacritics: λάκημα Capitals: ΛΑΚΗΜΑ
Transliteration A: lákēma Transliteration B: lakēma Transliteration C: lakima Beta Code: la/khma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,    A fragment broken off, PLeid.V.6.22; ὄρους cleft, Zos.Alch.p.186 B.; dub. sens. in Sammelb.4425 xi 24 (ii A. D.), BGU34 ii 3 (iii A. D.).

Greek Monolingual

το (AM λάκημα) λακώ
νεοελλ.
1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή
2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια
αρχ.
1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο
2. φρ. «ὄρους λάκημα» — ρήγμα όρους, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λακίς και πιθ. με τη λ. λάσκω].