λαβάργυρος

From LSJ
Revision as of 10:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβάργῠρος Medium diacritics: λαβάργυρος Low diacritics: λαβάργυρος Capitals: ΛΑΒΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: labárgyros Transliteration B: labargyros Transliteration C: lavargyros Beta Code: laba/rguros

English (LSJ)

ον,    A taking money, ὡρολογητής Timo 18.

German (Pape)

[Seite 1] Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβάργῠρος: -ον, (λαβεῖν) λαμβάνω χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε.

Greek Monolingual

λαβάργυρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. -λαβ-ον αόρ. του λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ-άργυρος, ψευδ-άργυρος)].