λευκαυγής
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
English (LSJ)
ές, A white-gleaming, of a fish, Antiph.217.20.
German (Pape)
[Seite 33] ές, weißglänzend, φύσις, eines, Fisches, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
Greek (Liddell-Scott)
λευκαυγής: -ές, ἔχων λευκὴν λάμψιν, ἐπὶ ἰχθύος, Ἀντιφ. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 20.
Greek Monolingual
-ές (AM λευκαγής, -ές)
αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -αυγής (< αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ-αυγής].