λευκουργός
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ὁ, (ἔργον) A worker in marble or white stone, BCH32.500 (Aphrodisias), Milet.7.60 (Didyma), Princeton Exp.Inscr. Sect.B No.1170, Wiener Denkschr.44(6) p.31 No.70 (Cilicia, iii A.D.).
Greek Monolingual
λευκουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατεργάζεται μάρμαρο ή άσπρο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].