λιπόξυλος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον, A lacking wood: metaph., defective, feeble, πίστις Emp.71.1, cf. 21.2.
German (Pape)
[Seite 52] f. L, für λιποζύγων bei Empedocl. 69.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόξῠλος: -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, ἐλλιπής, ἀδύνατος.
Greek Monolingual
λιπόξυλος, -ον (Α)
1. αυτός που στερείται ξύλου
2. μτφ. αδύνατος, ελλιπής, ανεπαρκής («λιπόξυλος πίστις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ξύλον.
Russian (Dvoretsky)
λιπόξῠλος: досл. не имеющий дров, перен. беспомощный, слабый (πίστις Emped.).