λιναῖος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
α, ον, A pertaining to flax, φόρος flax-tax, PBaden19.32 (ii A. D.). 2 made of flax or linen, Hp.Steril.221, Morb.2.34. (Perh. always a misspelling of λίνεος: λίναια <·ἔρια>, Hsch. is a misspelling of λήνεα.)
German (Pape)
[Seite 48] = λίνειος, zw., Lob. zu Phryn. p. 147; – ἡ λιναία, Strick, Seil.
Greek Monolingual
λιναῑος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῑοι», Αιν.).