λυθρώδης

From LSJ
Revision as of 11:03, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυθρώδης Medium diacritics: λυθρώδης Low diacritics: λυθρώδης Capitals: ΛΥΘΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lythrṓdēs Transliteration B: lythrōdēs Transliteration C: lythrodis Beta Code: luqrw/dhs

English (LSJ)

ες,    A defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

Greek (Liddell-Scott)

λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.

Greek Monolingual

λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).

Greek Monotonic

λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).

Middle Liddell

λυθρ-ώδης, ες εἶδος
defiled with gore, Anth.