λυκόμορφος

From LSJ
Revision as of 11:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόμορφος Medium diacritics: λυκόμορφος Low diacritics: λυκόμορφος Capitals: ΛΥΚΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: lykómorphos Transliteration B: lykomorphos Transliteration C: lykomorfos Beta Code: luko/morfos

English (LSJ)

ον,    A wolf-shaped, Tz. ad Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λύκου, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λυκόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή λύκου, που μοιάζει με λύκο
νεοελλ.
φρ. «λυκόμορφος κύων» — ποικιλία σκύλου που μοιάζει με λύκο, κν. λυκόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -μορφος(< μορφή)].